- δίχηλον
- δίχηλοςcloven-hoofedmasc/fem acc sgδίχηλοςcloven-hoofedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
EQUUS — I. EQUUS cum robore, rum celeritate, commendatur, unde adeo multiplex eius in vita usus. Celeritatis inprimis magnum argumentum est, quod intra 24. horas, secundum Arabes, iter expediunt centenorum millium, ut est apud Ludov. Romanum Navigat. l.… … Hofmann J. Lexicon universale
UNGULA, ab UNGUIS — cornea pars pedis est in equis, bobus et similibus. Et quidem in equis ἡ χελιδὼν cavum eius Graecis dicitur, quod bifurcatam hirundinis caudam aliqu o mod o referat, profundius in euqis generosis, quorum proin pedes tam facile non laeduntur. Unde … Hofmann J. Lexicon universale
δίχηλος — και δίχαλος, η, ο (AM δίχηλος, ον και δίχαλος, ον) 1. (για ζώα) αυτός που έχει δύο χηλές, με την οπλή χωρισμένη στα δύο 2. διχαλωτός νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δίχηλα τα αρτιοδάκτυλα θηλαστικά (πρόβατο, γίδα κ.λπ.) των οποίων τα δύο… … Dictionary of Greek
σκενδύλιον — τὸ, Α λαβίδα («ὥστε δίχηλον γενέσθαι καθάπερ τῶν λεγομένων σκενδυλίων», Ήρων). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκενδύλη, αχρ. τ. τού σχενδύλη «λαβίδα»] … Dictionary of Greek
τομείον — τὸ, Α [τομεύς] λαβίδα, τσιμπίδα («τομεῑον, τομεὺς καλεῑται σιδηροῡν ἐργαλεῑον δίχηλον, ᾧ οἱ χαλκεῑς πρὸς ἄλλα τέ τινα καὶ πρὸς τὸ ἀναβάλλειν καὶ μοχλεῡσαι ἥλους χρῶνται», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
όρυξ — ο (Α ὄρυξ, υγος και κατά τον Ησύχ. ὄρυγξ, υγγος) αντιλόπη τών ερημικών περιοχών τής Αφρικής και τής Αραβίας, που ονομάστηκε έτσι από τα μακριά και αιχμηρά κέρατά της («μονόκερων δὲ καὶ δίχηλον ὄρυξ», Αριστοτ.) αρχ. 1. είδος αιχμηρού σιδερένιου… … Dictionary of Greek
ԿՃՂԱԿԱԲԱՇԽ — (ի, ից.) NBH 1 1103 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c ԿՃՂԱԿԱԲԱՇԽ ԿՃՂԱԿԱՀԵՐՁ. ὁνυχιστήρ, ὁνυχίζων δύω χηλῶν, διχηλόν, τας ὀπλάς ungulam diviens, diffidens, ungulae fissuram habens. որ եւ ԿՃՂԱԿԱԲԱԺԻՆ. Չորքոտանի՝ որոյ կճղակքն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԿՃՂԱԿԱՀԵՐՁ — (ի, աց.) NBH 1 1103 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c ԿՃՂԱԿԱԲԱՇԽ ԿՃՂԱԿԱՀԵՐՁ. ὁνυχιστήρ, ὁνυχίζων δύω χηλῶν, διχηλόν, τας ὀπλάς ungulam diviens, diffidens, ungulae fissuram habens. *Թաթահերձ եւ կճղակաբաշխ. Օր. ՟Ժ՟Դ. 6. եւ 7 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)